- περιδέξιος
- -ον, ΜΑ1. κατάλληλος, πρόσφορος2. αυτός που φέρεται γύρω από το δεξί χέρι3. μτφ. επιδέξιος, έμπειρος4. φρ. «δένδρον περιδέξιον» — ονομασία μυθικού δένδρου στις Ινδίες (Κυράν.)αρχ.1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου και με την ίδια επιδεξιότητα και τα δύο του χέρια, αμφιδέξιος2. (κατά τον Ησύχ.) «περιδέξιονφρόνιμον. ὀρθὸν μηδὲν ἀριστερὸν ἔχον. καὶ οἱ μὲν περισσῶς δεξιὸν περὶ τὴν τοῡ δόρατος βολήν, οἱ δὲ ἀμφοτέραις ταῑς χερσὶν ὡς τῇ δεξιᾱ βάλλον»2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιδέξιονείδος κοσμήματος τού δεξιού χεριού, βραχιόλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δεξιός (πρβλ. επιδέξιος)].
Dictionary of Greek. 2013.